Ὁ νῦν µοναχός Ἀρσένιος ἀπό τήν Κέρκυρα καί τότε κ. Παντελής Τζέκος, συστρατιώτης τοῦ Γέροντα, διηγεῖται: «Στή Ναύπακτο, ἐνῶ ἔπαιρνα ἕνα σῆµα ἀπό τήν Πάτρα, µέ πλησιάζει ὁ Ἀρσένιος καί µοῦ λέει:
Ξέρεις; Εἴµαστε ἀδέλφια
. – Ἀπό ποῦ εἴµαστε ἀδέλφια; Μοῦ προτείνει τά δυό χοντρά δάχτυλα καί µοῦ λέει:
– Ἔχοµε τά ἴδια δάχτυλα, ὅµοια τά δικά σου καί τά δικά µου, γι᾿ αὐτό εἴµαστε ἀδέλφια».
Ἑνώθηκαν µέ ἀδελφική φιλία καί κάποτε ὁ Ἀρσένιος µέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του τόν ἔσωσε.
Ἡ διήγηση εἶναι αὐτούσια τοῦ κ. Παντελῆ, µόνο πού διακόπτεται ἀπό λυγµούς καί ἄφθονα δάκρυα συγκινήσεως καί εὐγνωµοσύνης γιά τόν φίλο καί σωτῆρα του:
«Κοντά στή Ναύπακτο κάναµε µιά µάχη. Ἐκεῖ πού ὑποχωρούσαµε, διότι εἶχαν περισσότερες δυνάµεις οἱ ἀντάρτες, σέ κάποια στιγµή ἔπεσα καί χτύπησα, γιατί εἶχα ἕναν βαρύ ἀσύρµατο στήν πλάτη.
Ὅταν ἔφθασαν οἱ στρατιῶτες στήν γραµµή πού εἶχαν ὁριοθετήσει οἱ ἀξιωµατικοί µας, εἶδε ὁ Ἀρσέ- νιος ὅτι ἔλειπα. Βγάζει τόν ἀσύρµατό του καί τρέχει.
Τοῦ φώναζαν οἱ ἀξιωµατικοί καί οἱ στρατιῶτες: «Ἄσ᾿ τον αὐτόν. Πάει αὐτός, χάθηκε!». Ἦρθε κοντά µου ὅπως µοῦ εἶπαν µετά οἱ ἄλλοι, µέ σήκωσε, µέ ἔβαλε στήν πλάτη του καί µέ πῆρε στίς γραµµές πίσω.
Ὅταν συνῆλθα, ἄκουσα νά τοῦ λέγη ὁ λοχαγός Βουδούρης: «Ἐσύ κάποιον Ἅγιο ἔχεις καί σέ βοήθησε καί βοήθησες καί τοῦτον ἐδῶ». Ρώτησα: «Τί ἔγινε παιδιά»; Καί µοῦ ἐξήγησαν.
Ἐκεῖ πού ἔπεσα ἦταν ἑκατό µέτρα ἀπό τήν γραµµή τῶν ἀνταρτῶν καί διακόσια ἀπό τήν γραµµή τήν δική µας».
πηγη: ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (1924-1994)